Σύμφωνα με τις επικρατέστερες θεωρίες ο μαθητής δεν δέχεται τη γνώση παθητικά, αλλά την κατασκευάζει ενεργώντας και εξερευνώντας ο ίδιος με την παρέμβαση βέβαια του δασκάλου του. Ο δάσκαλος δεν είναι απλός μεταφορέας γνώσης με σκοπό μόνο την εκγύμναση των μαθητών, ούτε ένας μεταδότης πληροφοριών, ο οποίος στη συνέχεια αναθέτει ασκήσεις στους μαθητές του με βάση μόνο αυτές τις πληροφορίες. Και τούτο διότι η "εκπαίδευση" δεν πρέπει να στοχεύει μόνο στην εκμάθηση αλγορίθμων αλλά στην ανάπτυξη των γνωστικών ικανοτήτων των μαθητών.
Η μάθηση επιτυγχάνεται κυρίως μέσω ανακάλυψης της γνώσης από το μαθητή, με την προϋπόθεση όμως ότι θα επακολουθήσει η ερμηνευτική προσέγγιση των ευρημάτων του από τον ίδιο. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να ακούσει τις σκέψεις των μαθητών και στη συνέχεια να κατανοήσει τις νοητικές κατασκευές που έκαναν τα παιδιά. Πρέπει να είναι όμως προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει κατασκευές ίσως αρκετά διαφορετικές από τις δικές του, τις οποίες οι μαθητές θα υποστηρίζουν και θα πιστεύουν. Αυτό πρέπει να χαροποιεί ιδιαιτέρως τον δάσκαλο, διότι η γνώση χωρίς να πιστεύει κάποιος σ' αυτήν είναι αντιφατική. Άλλο είναι να "πιστεύεις κάτι" και άλλο να "ξέρεις κάτι". Μια ισχυρή δε νοητική κατασκευή χαρακτηρίζεται από το ότι ο μαθητής μπορεί να στοχαστεί σχετικά με αυτή, να την περιγράψει με σαφήνεια, να τη δικαιολογήσει και να την υπερασπιστεί. Στη συνέχεια μπορεί να τη χρησιμοποιήσει σαν εργαλείο για να δημιουργήσει και άλλες κατασκευές νοητικές..........